- φωτοηλιογραφία
- ηφωτογραφική μέθοδος των αστεροσκοπείων, με την οποία φωτογραφούνται αυτόματα οι ηλιακές κηλίδες και καθορίζεται η θέση τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοηλιογραφία — η, Ν [φωτοηλιογράφος] αστρον. φωτογραφική μέθοδος με την οποία φωτογραφίζονται αυτόματα οι ηλιακές κηλίδες και προσδιορίζεται η θέση τους … Dictionary of Greek